Ο φίλος είχε μόλις σταθμεύσει το αμάξι του μπροστά στη ράμπα αναπήρων. Παρότι από φυσικού μου οξύθυμος και παρά το ξεκάθαρο της ανομίας και κυρίως της ηθικής αναλγησίας, κατόρθωσα εν τέλει να συγκρατηθώ χάρη σε ένα είδος ερευνητικού ψυχοκοινωνιολογικού ενδιαφέροντος που έλαμψε συλλήβδην ενδομύχως, να διερευνήσω και να καταγράψω δηλαδή τι είδους δικαιολογίες θα προβάλλει ο φίλος μας, που δεν είναι και τόσο φίλος μας, και να τις αξιολογήσω σύμφωνα με το προσωπικό μου βλακιόμετρο. Από την άλλη πλευρά, την ψυχολογική, είχε ήδη αρχίσει να ανατέλλει, πάλι στα μύχια, η ανάγκη να τονώσω την ηθική μου ανωτερότητα και κατ' επέκτασιν την αυτοεκτίμησή μου.
Δίκιο έχεις αλλά δεν βρίσκω χώρο αλλού, ήταν η πρώτη δικαιολογία που μου ξεφούρνισε, αφήνοντας τη φράση ολίγον τι μετέωρη. Ίσως υπονοούσε πως και οι άλλοι στη θέση του το ίδιο θα έκαναν και ίσως, εν μέρει, να έχει δίκιο, αν επιθυμώ να είμαι αμερόληπτος. Πρόσθεσε, ένα λεπτό θα κάνω, που σημαίνει μία ώρα τουλάχιστον, σύμφωνα με αυτά που μου έχει διδάξει η εμπειρία μου ως βετεράνου πεζού σε αυτή την πόλη. Άλλωστε, σχεδόν όλα είναι σχετικά και διαπραγματεύσιμα σε αυτή την πόλη και σε αυτή τη χώρα που αναγνωρίζεται τοις πάσι ότι ανέβασε σε ύψη δυσθεώρητα, ωιμέ, το διάλογο και τη δημοκρατία.
Αφού διαπίστωσε την επιμονή μου, το βλέμμα του άρχισε να σκοτεινιάζει απειλητικά σαν να μου προέβλεπε καταιγίδα. Δεν άργησε σαν άλλος Δίας να αρχίσει να μου εξακοντίζει αλλεπάλληλους κεραυνούς: και εσύ τι είσαι; Της Τροχαίας; Μετά από μία μικρή παύση: από δω είσαι;
Όκι εγκό ξένο στο πατρίντα μου! Εσύ τέλει εγκό γκίνει υπηρέτη εσένα; είχα στην άκρη της γλώσσας μου την απάντηση, βουτηγμένη στην ειρωνεία και την ανθελληναροσύνη, έτοιμος για καυγά, προσπερνώντας πάραυτα το προαναφερθέν ερευνητικό κίνητρο. Άσε μας έχουμε και τα προβλήματά μας, ρε χριστιανέ μου, με πρόλαβε, μάλλον σαν είδε το μάτι μου να λάμπει αγρίως. Ήταν, ακριβώς, ευτυχώς και μυστηριωδώς, αυτό το ρε χριστιανέ μου, παρότι δεν φημίζομαι για τη θρησκευτική μου ευλάβεια, που με έκανε να μην άρχειν χειρών, μάλλον εν προκειμένω, δικαίων.
Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι είχα μείνει ενεός – μάλλον, υπέθεσε, από την ριπή των ακλόνητων επιχειρημάτων του - για να συνεχίσει: τι θες να πετύχεις; Να σώσεις τον κόσμο; Στο μεταξύ το βλακιόμετρο μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Απτόητος στον μονόλογό του και στον κόσμο του, τον πλασμένο αποκλειστικώς και αμετακλήτως για αυτοκίνητα και μηχανές, ο φίλος είπε: και εσένα τι σε νοιάζει; Πρώτη φορά μου λένε κάτι τέτοιο! Και εσύ είσαι ο συνεπής σε όλα, ε; Είσαι τύπος και υπογραμμός, ε; μου έκανε αυστηρά, θυμίζοντας μου τον φιλόλογο που είχαμε στο λύκειο: λύω, έλυον, λύσω......
Αφού δεν βλέπω να περνάνε ανάπηροι! Ε, κι αν πάει να περάσει κάποιος, θα το πάρω, διέκοψε απότομα την φιλολογική αναδρομή μου στο παρελθόν. Όμως, το ομολογώ, είχε απολυτότατο δίκιο, γιατί οι ανάπηροι σε αυτή την ανάπηρη χώρα και σε αυτή την ανάπηρη πόλη - σε αυτά τα ζητήματα τουλάχιστον αλλά και όχι μόνο σε αυτά - βρίσκονται σε μία κατάσταση διαρκούς ρατσιστικού lockdown. Άλλωστε και εγώ, όταν είμαι πεζός, τα ανέχομαι όλα αυτά και προσπαθώ να προσαρμοστώ, συνέχισε, υπονοώντας προφανέστατα πως απεχθάνεται τους επαναστάτες χωρίς αιτία και νιώθει βαθύτατα αδικημένος για την επικριτικότατη στάση μου. Εσύ, το ίδιο δεν θα έκανες, αν είχες αμάξι; Κι αν δεν σ' αρέσει, φώναξε την αστυνομία! Οι λέξεις βγαίναν με ντεσιμπελάτη σιγουριά, διαφημίζοντας μία μαγκιά που δεν ριψοκινδυνεύει, γιατί φοβάται το τίποτα.
Φεύγοντας, εν είδει χαιρετισμού, μου πέταξε, να μιλήσουμε και για αυτό, όταν πρώτα λύσεις όλα τα άλλα! Ναι, σωστά: Λύσω, λύσεις, λύσει, λύσομεν.........
Μετά από κάνα δίωρο που ξαναπέρασα από το σημείο για μία νέα αυτοψία, το αμάξι ακόμη μπροστά στη ράμπα υπομονετικά περίμενε το αφεντικό του. Σαν να το άκουσα μάλιστα να μου γρυλίζει απειλητικά. Μπα ιδέα μου! Διαπίστωσα πως στο παρμπρίζ δεν υπήρχε κλήση, αν και είχα καλέσει το 100. Ίσως, βεβαίως, να περάσει - αν περάσει - μετά από κάποιες ώρες, αφού ο φίλος μας μάλλον θα έχει προλάβει να διεκπεραιώσει τις δουλειές του, και, ακολουθώντας τους τύπους θα σημειωθεί στο βιβλίο συμβάντων "ουδέν διαπιστώθη". Η εμπειρία του βετεράνου εδώ μιλάει με σιγουριά. Εκείνη τη στιγμή πέρναγε μία μητέρα με το καροτσάκι της. Κοίταξε μία στιγμή το αμάξι σαν να είπε μέσα της τι τα θες τι τα γυρεύεις, μπορεί να ένιωσε και λίγο σαν ανάπηρη, έκανε μία παρέκκλιση πορείας κάποιων μέτρων και απομακρύνθηκε, ενώ στο μεταξύ η λέξη "δυστυχώς" άρχισε απανωτές επισκέψεις στο μυαλό μου.
Δυστυχώς, δεν επιτρέπεται η αυτοδικία, αν και δικαίωμα σημαίνει ότι έχω την εξουσία σε ένα χώρο και έστω και πρόσκαιρα αυτός ο χώρος θεωρείται δικός μου. Δυστυχώς, ο δημόσιος χώρος είναι ορφανός και όποιος προλάβει, ο πιο ισχυρός, ο πιο γρήγορος, ο πιο καπάτσος, ο πιο αδίστακτος τον υιοθετεί. Δυστυχώς, η ηθική μου συνείδηση δεν μου επιτρέπει να κάνω ζημιά στο ταπεινό όχημα του, ούτε μία μικρή ανεπαίσθητη γρατζουνιά. Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!
Κάτι όμως με έκαιγε να αντιδράσω, κι ας με κοίταγε το αμάξι με βλέμμα "προσοχή δαγκώνω"! Πάντοτε κουβαλάω μαζί μου κάποιο χαρτί και ένα μολυβάκι. Θα έγραφα ένα μήνυμα, να το αφήσω κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του φίλου. Μου κόλλησε εξ αρχής η ιδέα να βάλω το αμάξι να μιλάει. Κάτι σαν: Χέστηκα κι αν περνάνε ανάπηροι! ή Ζήτω ο βασιλιάς αυτοκίνητο! ή Είσαι ακόμη πεζός; Απόσυρση τώρα! Προτίμησα να γράψω: "ΟΥΝΤΕΝ ΝΤΙΑΠΙΣΤΩΤΕΙ".
Κίνηση για την προστασία των δικαιωμάτων των πεζών