Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΕΖΟΥ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ (Κ.Ο.Κ.)
Βιώνοντας τον εφιάλτη του δρόμου, η προσέγγιση της νομικής θέσης του πεζού από το βασικό νόμο που τη ρυθμίζει, δηλαδή τον Κ.Ο.Κ όπως ισχύει μετά την τελευταία του αναθεώρηση με το Νόμο 2696/99 θα μας φέρει αντιμέτωπους με μία σειρά αντιφάσεις που δημιουργούν εύλογα και κρίσιμα ερωτήματα.
Άραγε τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουμε καθημερινά σαν πεζοί , κίνδυνοι υγείας, σωματικής ακεραιότητας ακόμα και ζωής είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης ενός αναχρονιστικού και προβληματικού νομικού πλαισίου αναντίστοιχου με τα διεθνή δεδομένα, ή έχουμα απλά την επανάληψη της κατάστασης του κάρου μπροστά από τα άλογα;
Το νομικό πλαίσιο που διαγράφει ο ισχύων Κ.Ο.Κ όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι του 1977 και 1992, είναι εναρμονισμένο με τις επιταγές της Διεθνούς Συμβάσεως της Βιέννης, που υπογράφηκε στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών. Η Ελλάδα προσχώρησε στη Σύμβαση το 1972. Η Σύμβαση αυτή θέσπισε τους κανόνες της οδικής κυκλοφορίας, και τις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων της. Παρά το σύγχρονο νομικό πλαίσιο όπως η ζωή μας γίνεται ολοένα και δυσκολώτερη.
Βασική αρχή του Κ.Ο.Κ είναι η οριοθέτηση του ζωτικού χώρου κινήσεως των πεζών. Οι πεζοί υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα πεζοδρόμια ή τα ειδικά γ’ αυτούς ερείσματα. Η έννοια του πεζού έχει διευρυνθεί. Πεζοί θεωρούνται όχι μόνο αυτοί που δεν εποχούνται σε τροχοφόρα (άρθρο 38), αλλά και οι εποχούμενοι σε αναπηρικά καθίσματα, που κινούνται με ταχύτητα πεζού (5 χλμ/ώρα), καθώς και αυτοί που σπρώχνουν ή σέρνουν αμαξίδια βρεφών, αναπήρων καθώς και τα ποδήλατα χωρίς μηχανές.
Ο Έλληνας νομοθέτης δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι αγνοεί την πραγματικότητα: Στην αμέσως επόμενη παράγραφο του ιδίου άρθρου απαρριθμεί τις εξαιρέσεις του κανόνα ορίζοντας ότι σε ειδικές περιπτώσεις μεμονωμένοι πεζοί ή πεζοί που σύρρουν ή ωθούν ογκώδη αντικείμενα ή ομάδες πεζών μπορούν να κινούνται στο οδόστρωμα όταν δεν υπάρχουν πεζοδρόμια ή ερείσματα κατά τρόπο που να μην παρεμποδίζουν την κυκλοφορία. Έχουν επίσης την δυνατότητα κίνησης στην ειδική λωρίδα την προωρισμένη για ποδήλατα ή μοτοποδήλατα, εφ’ όσον φυσικά υπάρχει τέτοια και εφ’ όσον το επιτρέπει η πυκνότητα της κίνησης των ποδηλάτων ή μοτοποδηλάτων. Εδώ πραγματικά έχουμε θρίαμβο της αρχής “ο σώζων εαυτόν σωθήτω!!!” Όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι θα πρέπει να έχουμε ακροβατικές ικανότητες για να τα καταφέρουμε να περάσουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο ή να φτάσουμε σε κάποια στάση λεωφορείου. Οι πεζοί επίσης δεν επιτρέπεται να υπερπηδούν στηθαία ή εμπόδια που έχουν τοποθετηθεί από τις αρμόδιες αρχές για ειδικούς λόγους. Αν υπάρχουν διαβάσεις καθιερώνεται η υποχρέωση να κινούνται σ’ αυτές. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου επισύρει ως κύρωση τα γνωστά μας δεκαχίλιαρα πρόστιμα που τόση δικαιολογημένη οργή προκάλεσε η πρόσφατη επιβολή τους.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να κάνουμε ένα συσχετισμό με το άρθρο 5 παρ. 4 εδ. γ και δ , που περιγράφουν τις σημάνσεις που υπάρχουν στις διαβάσεις πεζών και ποδηλατιστών αντίστοιχα: ραβδώσεις μεγάλου πλάτους παράλληλες προς τον άξονα του οδοστρώματος για τους πεζούς, και παραλληλόγραμμα ή τετράγωνα σχήματα για τους ποδηλατιστές. Σύμφωνα μάλιστα με την παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου στους πεζούς ανήκουν και οι συνεχείς απλές ή διπλές γραμμές κατά μήκος στη μέση του οδοστρώματος. Νομολογιακά μάλιστα έχουν χαρακτηριστεί σαν τοίχος, οπότε οποιαδήποτε παράσυρση πεζού που στέκεται στη διαχωριστική γραμμή καταλογίζεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού. Είτε δεχόμαστε είτε όχι την κατά Λιτζερόπουλο άποψη που θέλει τη νομολογία ισότιμη πηγή δικαίου, δεν μπορούμε να αρνηθούμε, ότι σε κάθε περίπτωση αυτή μπορεί να βοηθήσει το δικαστή να καταλήξει σε άρτια αιτιολογημένες αποφάσεις.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΟΔΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ (άρθρα 12 και 39 Κ.Ο.Κ)
Οι χρήστες των οδών οφείλουν να αποφεύγουν κάθε συμπεριφορά που εκθέτει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα, ή προκαλεί ζημιά σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και προσοχή ιδιαίτερα όταν διέρχονται παιδιά, υπερήλικες, άτομα με ειδικές ανάγκες. Υποχρεώνονται να σταματούν όταν απαγορεύεται σ’ αυτούς να προχωρήσουν, ή όταν πρόκειται να διασχίσουν το δρόμο τυφλοί που επιδεικνύουν το λευκό μπαστούνι τους ή άλλα άτομα με μειωμένη κινητικότητα όταν έχουν ήδη εισέλθει και προχωρούν στη διάβαση. Καθιερώνεται η υποχρέωση των οδηγών να παραχωρούν απόλυτη προτεραιότητα διελεύσεως σε πεζούς και ποδηλατιστές στις διαβάσεις που είναι προωρισμένες γι’ αυτούς τους τελευταίους. Αν δεν υπάρχει φωτεινή σηματοδότηση οι οδηγοί υποχρεώνονται να πλησιάζουν τη διάβαση με μειωμένη ταχύτητα, ώστε να μην εκθέτουν σε κίνδυνο τους πεζούς, και σε περίπτωση ανάγκης να διακόπτουν την πορεία του οχήματος για να επιτρέψουν τη διέλευση πεζών, που έχουν ήδη εισέλθει και προχωρούν σε σεσημασμένη διάβαση. Υποχρέωση των οδηγών αποτελεί επίσης η ευγενική συμπεριφορά προς τους πεζούς και τους άλλους οδηγούς. Όπως βλέπουμε η συμπεριφορά των οδηγών που συναντάμε σαν ταξιδιώτες στην Ευρώπη, ο Κ.Ο.Κ την περιγράφει λεπτομερέστατα. Απλά εδώ επειδή είναι Ελλάδα τη βλέπουμε μόνο στα χαρτιά.
ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΟΥ ΚΑΙ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟΥ:
ΕΝΑ ΣΥΧΝΟΤΑΤΟ ΚΑΙ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
(άρθρο 48 Κ.Ο.Κ.)
Η προσωρινή ή διαρκής κατάληψη τμήματος του οδοστρώματος με εγκαταστάσεις και εμπόδια, ιδιαίτερα αν με αυτά παρεμποδίζεται η κυκλοφορία ή η επιτρεπόμενη στάθμευση οχημάτων απαγορεύεται. Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση μετά από άδεια των δημοτικών ή κοινοτικών αρχών, ύστερα από γνώμη των αρμοδίων αστυνομικών αρχών. Αυτοί που καταλαμβάνουν ολόκληρο το πεζοδρόμιο για ανέγερση οικοδομών σε κατειλημμένες περιοχές υποχρεώνονται να κατασκευάζουν πρόσθετο πεζοδρόμιο και πρέπει αντίστοιχα να τοποθετούν την κατάλληλη σήμανση για την κατάληψη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Κ.Ο.Κ. Τέλος απαγορεύεται η κατάληψη πεζοδρόμου για οποιαδήποτε χρήση εκτός απ’ αυτή που έχει κατασκευαστεί. (Είπατε τίποτα για πεζοδρόμους-υπαίθρια
πάρκινγκ ή για κατάληψη πεζοδρομίων από αυτοκίνητα;).ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΟΣ-Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 50 Κ.Ο.Κ.
Η διάταξη αναφέρεται σε τρίτους προφανώς πεζούς, που εμπλέκονται σε τροχαία ατυχήματα και όχι σε οδηγούς οχημάτων που συγκρούονται, στην περίπτωση των οποίων ισχύει ο γνωστός μας ΓΠΝ/1911. Με το άρθρο αυτό καθιερώνεται τεκμήριο υπαιτιότητος του πεζού όταν: α) ο πεζός δεν κυκλοφορεί συννόμως, β) ο ζημιώσας οδηγός κυκλοφορεί συννόμως. Το βάρος αποδείξεως μετατίθεται στον ζημιωθέντα πεζό, που
οφείλει να αποδείξει ότι αυτός δεν φταίει ώστε να απαλλαγεί από το μαχητό τεκμήριο υπαιτιότητας αφού και ο οδηγός θα αποδείξει ότι η δική του συμπεριφορά ήταν σύννομη. Είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή είναι εντελώς ξένη προς τους σκοπούς και τους στόχους του Κ.Ο.Κ, όμοια δε υπήρχε και στους προϊσχύσαντες Κ.Ο.Κ του 1992 και 1977. Στην εισηγητική έκθεση δε αναφέρεται το εξής αμίμητο “πρέπει να θεωρηθεί δικαιολογημένη και αναγκαία η απόκλιση από τις αρχές του ΓΠΝ/1911 διότι δεν συντρέχει λόγος να φοβόμαστε τα αυτοκίνητα αφού δεν είναι επικίνδυνα για τους πεζούς για τους οποίους έχουν ληφθεί μέτρα για την ασφαλή κυκλοφορία τους. Επομένως πρέπει και αυτοί να υποβοηθήσουν με την αυξημένη προσοχή τους την ακώλυτη κυκλοφορία ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Είναι κατανοητό γιατί βγάζει τόσο γέλιο αυτή η ιστορία. Ευτυχώς υπάρχουν οι στατιστικές των τροχαίων ατυχημάτων με θύματα πεζούς και δυστυχώς κραυγάζουν. Από την άλλη όμως θα πρέπει να σημειώσουμε με θετικό πρόσημο την σιωπηρή άρνηση των δικαστηρίων να δεχθούν την κατάλυση της αρχής του κινδύνου δηλαδή την αντικειμενική ευθύνη, που υπάρχει τόσον στο τροχαίο όσο και στο εργατικό ατύχημα. Άλλωστε αυτή ισχύει πλήρως σε περιπτώσεις παθόντων πεζών μη δεκτικών καταλογισμού όπως π.χ. οι ανήλικοι, οι φρενοβλαβείς κλπ. Η τραγελαφική αυτή ρύθμιση απορρέει από την παρεξηγημένη “ισότιμη” θεώρηση του πεζού ως “χρήστη της οδού”, και την απαξίωση των κινδύνων από την κατοχή και την χρήση του αυτοκινήτου. Αξίζει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι πάρα πολλές ειδικώτερες ρυθμίσεις που αφορούν και την ασφαλή κυκλοφορία των πεζών ο νομοθέτης τις αφήνει με σχετική ρήτρα σε μελλοντικές υπουργικές αποφάσεις, που είτε εκδόθηκαν πολύ πρόσφατα όπως π.χ. για το μάθημα της κυκλοφοριακής αγωγής είτε τις περιμένουμε ακόμα όπως εκείνη του Υ.Π.Ε.Χ.Ω.Δ.Ε για την ανέγερση οικοδομών του άρθρου 48 παρ. 3 του Κ.Ο.Κ.Όσον αφορά το σύστημα κυρώσεων, αυτό αποτελεί έναν συνδυασμό χρηματικών προστίμων και διοικητικών ποινών, π.χ. αφαίρεση πινακίδων για κάποιο χρονικό διάστημα. Μπορεί να διαφωνεί κανείς ως προς το ύψος του προστίμου σε ωρισμένες περιπτώσεις, (υπάρχει παράλληλα η ρήτρα της διετούς αναπροσαρμογής) αλλά ο νομοθέτης δεν ενθαρρύνει την ατιμωρησία. Ποιος την ενθαρρύνει; Ποιοι θα τηρήσουν αυτές τις διατάξεις; Οι οδηγοί, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία πληρώνουν για να πάρουν το δίπλωμά τους με τη διαμεσολάβηση εκπαιδευτών, που “τα παίρνουν”, για να τα δώσουν με το αζημίωτο φυσικά σε εξεταστές που “τα παίρνουν” για να κάνουν τα στραβά μάτια; Ποια είναι η κλασσική αντίδραση όταν τύχει να πάρουν κλίση για τροχαία παράβαση; Ξεσκονίζουν τον κύκλο των γνωριμιών τους μη τυχόν και βρούν “κάποιο μέσον” στην τροχαία για να τους την σβήσει.
Ποια είναι τα μέτρα των αρμοδίων αρχών για να εξασφαλίσουν ασφαλείς συνθήκες για τους πεζούς όπως π.χ. να διώξουν τα οχήματα και τα λοιπά εμπόδια από τα πεζοδρόμιο που είναι ούτως ή άλλως ανεπαρκή και στενά να εξασφαλίσουν τις διαβάσεις, να προστατεύσουν τους ελεύθερους χώρους; Καλές και άγιες οι διεθνείς συμβάσεις αλλά χρειάζονται και την αντίστοιχη υπαρκτή πραγματικότητα για να εφαρμοστούν και όχι κάποια που ακατάπαυστα μας υπόσχονται ότι θα μας εξασφαλίσουν στο μέλλον.
Τι συμβαίνει με τον ελληνικό λαό; Γεννιέται με το γονίδιο της διαφθοράς, ή μήπως όλ’ αυτά τα νοσηρά φαινόμενα δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα γρανάζια μιας καλολαδωμένης μηχανής ενσωμάτωσης πελατειακού τύπου στην α΄ ή την β΄ παραλλαγή διαχείρισης του συστήματος;. Η πείρα όλων μας οδηγεί, δυστυχώς, στην καταφατική απάντηση αυτών των ερωτημάτων. Καταφατικά επίσης θα πρέπει να απαντηθεί και το αρχικό ερώτημα: ΝΑΙ για άλλη μια φορά το κάρο μπήκε μπροστά από τα άλογα. Ο νομοθέτης υποτίμησε τον ρυθμιστικό και υπερεκτίμησε τον παιδευτικό του ρόλο νομοθετώντας μία ανύπαρκτη πραγματικότητα. Ας μη διστάσουμε να παραδεχτούμε ότι έχουμε κι’ εδώ άλλη μία πανηγυρική δικαίωση εκείνης της φιλοσοφικής θεώρησης που θέλει την υλική και κοινωνική πραγματικότητα να καθορίζει το πολιτικό – νομικό εποικοδόμημα και όχι το αντίθετο. Μόνον η ανάπτυξη δυναμικών κοινωνικών κινημάτων πολιτών που θα εγγράψουν ως αδιαπραγμάτευτους στόχους την αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής, μπορούν να επιβάλουν μία διαφορετική υλική και κοινωνική πραγματικότητα.